μπλουγούρι

μπλουγούρι
το
βλ. πλιγούρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλιγούρι — και μπληγούρι και μπλιγούρι και μπλογούρι και πλουγούρι και μπλουγούρι και μπουλγούρι και πνιγούρι, το, Ν 1. χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο σιτάρι που χρησιμοποιείται για την παρασκευή σούπας ή άλλων φαγητών 2. το φαγητό που παρασκευάζεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”